- εκταρακτικός
- ἐκταρακτικός, -ή, -όν (Α)αυτός που προκαλεί διαταραχή, εκτάραξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκταρακτικά — ἐκταρακτικός calculated to disturb neut nom/voc/acc pl ἐκταρακτικά̱ , ἐκταρακτικός calculated to disturb fem nom/voc/acc dual ἐκταρακτικά̱ , ἐκταρακτικός calculated to disturb fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκταρακτικόν — ἐκταρακτικός calculated to disturb masc acc sg ἐκταρακτικός calculated to disturb neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκταρακτικοί — ἐκταρακτικός calculated to disturb masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)